ζώσιμ'

ζώσιμ'
ζώσιμα , ζώσιμος
viable
neut nom/voc/acc pl
ζώσιμε , ζώσιμος
viable
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ζώσιμ' — Ζώσιμε , Ζώσιμος viable masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραψάω — ΜΑ μσν. σφουγγίζω, στεγνώνω, καθαρίζω («παραψάω σπόγγῳ τὸ ἄγγος», Ζώσιμ.) αρχ. ισιώνω τα μαλλιά χτενίζοντάς τα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψάω «αγγίζω, τρίβω, κάνω κάτι λείο», ρ. που απαντά συνήθως συνηρημένο (πρβλ. απρμφ. ψῆν)] …   Dictionary of Greek

  • σκοτοφεγγής — ές, Α αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • υπεραναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”